26 Οκτ 2009

Γιατί όχι σε θάνατο;

Στις 7 Νοεμβρίου 2004, λίγο πριν από τις εννιά το βράδυ, κάπου στα Πατήσια... ψιλοβρέχει και η κίνηση στον δρόμο είναι αραιή. Μια νεαρή γυναίκα και η 12χρονη κόρη της επιστρέφουν στο σπίτι... Ένας άγνωστος άντρας πετιέται μπροστά τους. Βάζει ένα κατσαβίδι στην κοιλιά του κοριτσιού και με την απειλή ότι θα το σκοτώσει τις παρασύρει σε μια οικοδομή. Εκεί, βιάζει πρώτα τη μάνα και στη συνέχεια την κόρη.
Η μικρή είναι σήμερα 17 ετών και κάθε φορά που ακούει στην τηλεόραση για κάποιον βιασμό, αγκαλιάζει τη μητέρα της και της λέει: «Μαμά, άλλος ένας άνθρωπος πονάει σήμερα».
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και μόλις πριν από λίγες ημέρες η Δικαιοσύνη εξέδωσε τελεσίδικη ετυμηγορία για τον δράστη του αποτρόπαιου διπλού εγκλήματος. Τριάντα δύο χρόνια κάθειρξη (κατά συγχώνευση 25), χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο, Αλβανό υπήκοο, που όπως τόνισε ο Εμ. Ρασιδάκης, εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθήνας, ενώπιον του οποίου δικάστηκε, «ακόμη και τώρα με την απολογία του πλήγωσε τα θύματά του. Και ο ηθικός πόνος είναι ανεξίτηλος, πολύ σοβαρότερος από το σωματικό άλγος». Γι' αυτό «καλείστε -είπε απευθυνόμενος κυρίως προς τους ενόρκους, λαϊκούς δικαστές- να αποκαταστήσετε την αξιοπρέπεια των θυμάτων».
Κατάθεση-γροθιά
Συντάραξε με την κατάθεσή της η γυναίκα και μητέρα που βίωσε διπλό βιασμό.
«Μάσκες αποστροφής» για τον δράστη τα πρόσωπα των ενόρκων, όση ώρα αναβίωνε μέσα από λυγμούς το έρεβος της ζωής της, τη φρίκη που συνείδηση ψυχής ανθρώπινης δεν μπορεί να διανοηθεί.
Βλέμματα δικαστών λαϊκών άλλοτε ξέχειλα από δάκρυα κι άλλοτε από οργή.
«Πρέπει να τελειώσει αυτό το πράγμα. Πονάει... Είναι ένας φόβος που σε κυνηγάει σε όλη σου τη ζωή. Μακάρι να μπορούσα να ξεχάσω αυτή τη μορφή. Και τη φωνή του. Μου προκαλεί ακόμη φόβο».
Πρόεδρος: «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να αναμοχλεύσετε... Πρέπει όμως, με ειλικρίνεια και χωρίς λεπτομέρειες».
Εισαγγελέας: «Δεν θέλουμε να κάνουμε πολλές ερωτήσεις... να περάσει το πιο επώδυνο».
Μάρτυρας: «Ήρθε δίπλα στο παιδί και του έβαλε το κατσαβίδι στην κοιλιά. Πίστεψα ότι ήταν ληστεία. Του είπα «πάρε την τσάντα και άσε το παιδί. Μην το πειράξεις». Μου απάντησε «σκάσε πουτάνα, αν το θες ζωντανό». Η μικρή με κοίταγε στα μάτια κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για το παιδί μου. Ήταν αποφασισμένος. Μ' έπιασε από τα μαλλιά και μας πήγε σε μια οικοδομή. Άρχισε να με χτυπάει. «Θα σε βιάσω», μου είπε. Τον παρακαλούσα: «Οχι μπροστά στο παιδί». Ξεκίνησε ο βιασμός. Με ρωτούσε: «Σ' αρέσει;».
Κι όταν έλεγα «όχι» με έδερνε με μπουνιές. «Δες, έλεγε στο παιδί». «Μην κάνεις κίνηση, την πέταξα από κάτω», με απειλούσε. Με έδεσε σε κάτι σίδερα με μια μπαλαντέζα που είχε ρεύμα. Κατάλαβα ότι χάνω το παιχνίδι, θα μου πάρει το παιδί. Λύθηκα με τα δόντια, δεν ήξερα που είχε πάει την κόρη μου. Έψαχνα στα δωμάτια της οικοδομής. Όταν τον βρήκα είχε μια φανέλα στον λαιμό γεμάτη αίματα. Και το παιδί μου ήταν μέσα στα αίματα. «Δεν σου 'κανα τίποτε», της είπε, «ότι θα σου έκανε ένας θείος που σε αγαπάει». «Μην πας στην Αστυνομία. Είναι μαλάκες και δεν θα με βρουν», είπε σε μένα.
Μας πήρε τα κινητά που είχαμε μαζί και έφυγε. Ο χρόνος είχε χαθεί... Δεν ήξερα από πού να φύγουμε για να μην πέσουμε πάνω του. Αρχίσαμε να τρέχουμε. Σταματήσαμε σ' ένα περίπτερο και ζήτησα νερό για το παιδί. Ειδοποίησα τον άντρα μου και πήγαμε στο «Παίδων». Νοσηλεύτηκε για ημέρες. Οι γιατροί μάς είπαν μετά ότι ήταν σε επικίνδυνη κατάσταση... Του έλεγα τότε: «Αν έχεις παιδιά ή αδερφή, λυπήσου το δικό μου. Όταν τον έπιασαν έμαθα ότι είναι πατέρας».
«Δεν τις βίασα»
Ο κατηγορούμενος, που σύμφωνα με μαρτυρίες είχε επιτεθεί εκείνο το διάστημα και σε άλλες δύο γυναίκες, οι οποίες όμως είχαν καταφέρει να ξεφύγουν, στην απολογία του, που προκάλεσε την αποστροφή του εισαγγελέα, υποστήριξε ότι δεν βίασε τη μητέρα, γιατί «γνωρίζονταν κι έγινε με τη θέλησή της», ενώ για το κορίτσι υποστήριξε ότι «δεν ξέρω τι έγινε, εγώ δεν το πείραξα», ρίχνοντας την ευθύνη για την κατάσταση του παιδιού στη... μητέρα του. Το δικαστήριο διέταξε να απελαθεί από τη χώρα αμέσως μετά την έκτιση της ποινής.
Εδώ τώρα θα ξαναπώ ότι δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έχουμε επιείκεια στις ποινές. Αυτή η συγκεκριμένη περίπτωση γιατί να μην καταδικαστεί σε θάνατο; Δηλαδή πρέπει να φοβόμαστε να θανατώσουμε αυτούς που κάνουν τέτοιες πράξεις για να μην μας κατηγορήσουν ότι δεν είμαστε προοδευτικοί; Τι ντροπή να έχουμε τέτοια κόμπλεξ και να φοβόμαστε να δικάσουμε όπως αξίζει αυτούς τους εγκληματίες αντί να τους αφήσουμε να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Αλλά να ξέρεις εσύ που διαβάζεις αυτό το κείμενο, όταν ο εγκληματίας χτυπήσει και την δικιά σου πόρτα τότε θα είναι αργά.
Ακόμη έχω ένα παράπονο, γιατί δεν αναγράφεται το όνομα του εγκληματία, τι παραπάνω πρέπει να κάνει για να αποφασίσει η πολιτεία να δημοσιεύσει το όνομά του, γιατί να τον κρύβουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: